φουσκονεριά

φουσκονεριά
η
1) прилив; 2) половодье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φουσκονεριά" в других словарях:

  • φουσκονεριά — η, Ν η πλημμυρίδα κατά την παλίρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + νερό + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • φουσκονεριά — η η πλημμυρίδα της παλίρροιας, η ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης, η μπασιά (αντίθ. φυρονεριά, άμπωτη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρέα — η (Μ μαρία) δημώδης λέξη για την παλίρροια και κυρίως για την πλημμυρίδα, την ανύψωση τής στάθμης τών υδάτων, αλλ. φουσκονεριά, μπασιά μσν. θαλάσσιο ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. ιταλ. maria] …   Dictionary of Greek

  • πλημμυρίδα — η ανύψωση των νερών, φουσκονεριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»